βρονταλίδα

βρονταλίδα
η
πράσινη σαύρα η οποία κατά τη λαϊκή παράδοση βγαίνει όταν βρέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ουσ.) βροντάλα < βροντή*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • βροχίδα — (I) η [βροχή] βρονταλίδα. (II) η (Α βροχίς) [βρόχος] βόστρυχος, πλεξίδα, κοτσίδα αρχ. μέτρο μήκους …   Dictionary of Greek

  • σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”